Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπὶ τὸ ὄρος

См. также в других словарях:

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • Λευκό Όρος — (γαλλ. Mont Blanc, ιταλ. Monte Bianco). Ορεινός όγκος των δυτικών Άλπεων ο οποίος καταλήγει στην ομώνυμη ψηλότερη κορυφή της ευρωπαϊκής ηπείρου (4.807 μ.), μετά την κορυφή Ελμπρούζ του Καυκάσου. Εκτείνεται στα σύνορα Ιταλίας, Γαλλίας και Ελβετίας …   Dictionary of Greek

  • гора — ГОР|А (833), Ы с. 1. Гора, возвышенность: Землѩ ˫ако трѩсѹшти сѩ || просто мьнить сѩ ѥмѹ. и горамъ тешти крѹгомь. (τὰ ὄρη) Изб 1076, 265 об.–266; ѥсть бо мала гора надълежащи надъ манастырьмь тѣмь. ЖФП XII, 55г; рече г҃ь не можеть градъ ѹкрытис˫а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προσδιορισμός — ο, ΝΜΑ [προσδιορίζω] νεοελλ. 1. ακριβής υπολογισμός, καθορισμός («έγινε ο προσδιορισμός τής αύξησης τών ενοικίων») 2. όρος τής πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το υποκείμενο, το ρήμα, το… …   Dictionary of Greek

  • PHAETHON — Clymenes Nymphae et Solis filius fuisse dicitur, qui cum Epapho, Iovis filio, non cederet, seque Solis filium esso gloriaretur, hunc falso gloriari inquit Epaphus, teste Ovidiô, Met. l. 1. v. 748. Huic Epaphus, magni genitus de semine tandem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYRENAEUS — mons Hispaniae maximus, illam a Gallia separans, ab Oceano in mare Mediterraneum extensus ad 80. milliar. Hispanica, ex cuius medio ferunt utrumque mare conspici. Vide infra. Auson. Ep. 24. v. 68. Me Punica laedit Barcino, me bimaris iuga… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • επίθεση — Όρος που αναφέρεται τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό, ιδιαίτερα το ποινικό δίκαιο, καθώς επίσης και στην πολιτική επιστήμη. ε. στο διεθνές δίκαιο. Ο όρος άρχισε να έχει μεγάλη σημασία από την εποχή της KTE (Κοινωνίας των Εθνών) με την… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • κατάχρηση — Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται… …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»